Τον έδεναν σε καρέκλα από σίδερο και τον πετούσαν στη θάλασσα. Μια ξεχασμένη τελετουργική τιμωρία, σιωπηλή αλλά απόλυτη.

Σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου, πολύ πριν οργανωθούν δικαστήρια και κώδικες ποινικής δικονομίας, η κοινότητα τιμωρούσε με τρόπο που σήμερα μοιάζει αδιανόητος. Η τιμωρία δεν γινόταν πάντα με σπαθί ή φυλακή. Γινόταν με νερό. Και με μια σιδερένια καρέκλα.
Ο κατάδικος δενόταν επάνω σε μια μεταλλική κατασκευή, συνήθως με τρία πόδια, βαριά και σταθερή. Τον κουβαλούσαν στην ακτή και, χωρίς φωνές, χωρίς δικαιολογίες, τον έριχναν στη θάλασσα. Αν πνιγόταν, η υπόθεση θεωρούνταν λήξασα. Αν όμως κατάφερνε να επιστρέψει στην επιφάνεια, είτε από τύχη είτε από επιμονή, δεν του δινόταν δεύτερη ευκαιρία. Τον ξαναέριχναν, αυτή τη φορά πιο βαριά δεμένο, μέχρι να μην επιστρέψει.
Το έθιμο αυτό έχει καταγραφεί από περιηγητές του 17ου αιώνα που επισκέφθηκαν τις νησιωτικές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Δεν ήταν επίσημος θεσμός. Ήταν τοπική πρακτική, μια μορφή λαϊκής δικαιοσύνης. Ίσως εμπνευσμένη από τη δοκιμασία, ίσως από την ανάγκη για παραδειγματισμό. Ήταν μια τιμωρία που ήθελε να δείξει δημόσια, με τρόπο αμετάκλητο, ότι η κοινότητα είχε αποφανθεί.
Η σιδερένια καρέκλα δεν ήταν μόνο εργαλείο εκτέλεσης. Ήταν σύμβολο εξουσίας. Δεν μιλούσε κανείς γι’ αυτή, αλλά όλοι ήξεραν. Ήταν η σιωπηλή προειδοποίηση για όποιον αμφισβητούσε τον νόμο του τόπου, τον άγραφο αλλά απόλυτο. Κανείς δεν ήθελε να δει τη θάλασσα από εκείνη τη θέση. Κανείς δεν επέστρεφε δύο φορές.
Οι περιγραφές που σώζονται μιλούν για θύματα χωρίς όνομα, για πράξεις που διαδραματίστηκαν μπροστά σε μάρτυρες σιωπηλούς και βουβούς. Καμία φωνή δεν υψωνόταν. Η βουτιά στο νερό ήταν η τελευταία λέξη. Ανέκκλητη. Και αδιάψευστη.
0 Σχόλια