
Αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει ένα πρόσωπο που ενσαρκώνει τη γαλλική μουσική, τη μελαγχολία, την αγάπη, την απώλεια και το πάθος, τότε αυτό θα ήταν σίγουρα η Εντίθ Πιάφ. Η φωνή της μοιάζει βγαλμένη από άλλη εποχή, γεμάτη ζωή και ταυτόχρονα πόνο. Αλλά η ζωή της δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα διαρκές θαύμα – μια ιστορία γεμάτη εγκατάλειψη, σκληρότητα, φτώχεια, αρρώστια, αλλά και έναν αδιανόητο θρίαμβο.
Γεννήθηκε σε ένα πεζοδρόμιο και μεγάλωσε σε οίκο ανοχής
Η Εντίθ Πιάφ γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1915 κάτω από μια λάμπα
υγραερίου, σε έναν φτωχικό δρόμο του Παρισιού. Η μητέρα της, Ανίτα
Μεγιάρ, ήταν μια τραγουδίστρια που ποτέ δεν κατάφερε να κάνει καριέρα,
ενώ ο πατέρας της, Λουί Γκασσιόν, ήταν ένας ακροβάτης του δρόμου που
σπάνια βρισκόταν κοντά στην οικογένειά του.
Τι έκανε η μητέρα της όταν γεννήθηκε η Εντίθ; Την παράτησε. Κυριολεκτικά. Άφησε το νεογέννητο κορίτσι στη φροντίδα της δικής της μητέρας, που δεν ήταν κάποια τρυφερή γιαγιά, αλλά μια γυναίκα αλκοολική και αδιάφορη, που σχεδόν δεν της έδινε φαγητό. Έτσι, σε ηλικία δύο ετών, η Εντίθ μεταφέρεται στον πατέρα της.
Ο Λουί, που δεν είχε ιδέα πώς να μεγαλώσει ένα παιδί, έκανε το εξής απίστευτο: την πήγε να ζήσει με τη δική του μητέρα, η οποία διατηρούσε έναν οίκο ανοχής στην επαρχία της Νορμανδίας.
Ένα τυφλό παιδί που έγινε θαύμα
Η παιδική ηλικία της Εντίθ δεν ήταν απλά δύσκολη – ήταν σχεδόν
εφιαλτική. Οι γυναίκες του οίκου ανοχής τη φρόντιζαν περισσότερο από
τους ίδιους τους γονείς της, αλλά οι συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε ηλικία τεσσάρων ετών, έχασε ξαφνικά την όρασή της. Ο λόγος ήταν πιθανότατα κάποια σοβαρή λοίμωξη, αλλά τα μέσα της εποχής δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Για δύο ολόκληρα χρόνια ζούσε μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που, σύμφωνα με τον μύθο που συνόδευε τη ζωή της, οι γυναίκες του οίκου ανοχής την πήγαν σε ένα προσκύνημα στη Σάντα Τερέζ της Λισιέ, και η μικρή Εντίθ, σχεδόν θαυματουργά, ξαναβρήκε το φως της.
Ήταν η πρώτη φορά που η ζωή της Πιάφ έμοιαζε να την οδηγεί από το απόλυτο σκοτάδι στο φως.
Η πρώτη της σκηνή ήταν ο δρόμος
Μόλις επανήλθε η όρασή της, ο πατέρας της αποφάσισε να την πάρει μαζί
του και να την κάνει μέλος της παράστασής του. Εκείνος έκανε ακροβατικά
στο δρόμο και εκείνη τραγουδούσε για να μαζεύουν χρήματα.
Δεν είχε ποτέ παιδική ηλικία όπως τα άλλα παιδιά. Δεν πήγε σχολείο. Δεν έπαιξε με κούκλες. Έμαθε από τη ζωή – και η ζωή της έδωσε ένα μάθημα από πολύ νωρίς: ο δρόμος είναι σκληρός, αλλά μπορεί να σου δώσει και ευκαιρίες.
Από το πουθενά, έγινε το «Μικρό Σπουργίτι»
Η στιγμή που η ζωή της άλλαξε ήρθε όταν ένας άντρας την άκουσε να
τραγουδά στους δρόμους του Παρισιού. Ο Λουί Λεπλέ, ένας ιδιοκτήτης
καμπαρέ, έμεινε έκθαμβος από τη φωνή της.
Την πήρε υπό την προστασία του και την παρουσίασε στο κοινό του ως «La Môme Piaf» – δηλαδή «Το Μικρό Σπουργίτι», ένα όνομα που έμεινε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη του κόσμου.
Μέσα σε λίγα χρόνια, από μια αδέκαρη κοπέλα του δρόμου, έγινε η φωνή της Γαλλίας.
Η μεγάλη καριέρα και η ζωή σαν ταινία
Τα τραγούδια της δεν ήταν απλά επιτυχίες – ήταν ιστορίες ζωής. Το “La
Vie en Rose” δεν ήταν μια ρομαντική μελωδία. Ήταν η ίδια της η ψυχή.
Η φήμη της εκτοξεύτηκε. Έκανε διεθνή καριέρα, τραγούδησε για στρατιώτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε η φωνή της ελπίδας για έναν λαό που προσπαθούσε να συνέλθει από τον όλεθρο του πολέμου.
Αλλά το τίμημα ήταν βαρύ
Η Εντίθ Πιάφ δεν έζησε μια εύκολη ζωή. Ερωτεύτηκε παράφορα και τραγικά. Ο
μεγάλος έρωτας της ζωής της, ο πυγμάχος Μαρσέλ Σερντάν, σκοτώθηκε σε
αεροπορικό δυστύχημα και εκείνη δεν τον ξεπέρασε ποτέ.
Άρχισε να πίνει, να παίρνει μορφίνη, να εξαντλείται. Το σώμα της δεν άντεξε.
Ακόμα κι όταν ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατη, η φωνή της δεν πρόδωσε ποτέ το κοινό της. Στις τελευταίες της εμφανίσεις παραπατούσε στη σκηνή, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδά.
Το τέλος μιας θρυλικής ζωής
Η Εντίθ Πιάφ πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1963, σε ηλικία μόλις 47 ετών.
Η ζωή της δεν ήταν εύκολη, αλλά άφησε πίσω της μια παρακαταθήκη που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Η φωνή της ακόμα και σήμερα ανατριχιάζει, γιατί δεν ήταν απλώς μια υπέροχη τραγουδίστρια – ήταν μια ψυχή που έζησε, αγάπησε, πόνεσε και τραγούδησε τη ζωή με όλη της τη δύναμη.
0 Σχόλια